- ἀξενάγητος
- ἀξενάγητοςwithout a guidemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αξενάγητος — η, ο (AM ἀξενάγητος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν ξεναγήθηκε σε έναν ξένο τόπο αρχ. αυτός που δεν έχει οδηγό … Dictionary of Greek